sore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | sore |
συγκριτικός | sorer |
υπερθετικός | sorest |
Επίθετο
[επεξεργασία]sore (en)
- επώδυνος, πονάω
- ↪ sore points - επώδυνα σημεία
- ↪ I am sore all over.
- Πονώ σ' όλο μου το σώμα.
- ↪ I have a sore throat.
- Με πονάει ο λαιμός μου.
Πηγές
[επεξεργασία]- sore - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333, 725-726. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:sore"> , λήμμα: επώδυνος, πονώ