given
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | given |
συγκριτικός | more given |
υπερθετικός | most given |
given (en)
- δεδομένος, καθορισμένος
- ↪ at a given moment - σε μια δεδομένη στιγμή
- δεδομένος, συγκεκριμένος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
given | givens |
given (en)
- το δεδομένο, ένα γεγονός ή στοιχείο που είναι ήδη γνωστό
- ↪ It is a given that she will go.
- Είναι δεδομένο ότι θα πάει.
- ↪ I’m taking it as a given.
- Το παίρνω ως δεδομένο.
- ↪ It is a given that she will go.
Πρόθεση
[επεξεργασία]given (en)
- δεδομένου ότι
- ↪ Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
- Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού.
- ↪ Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]given (en)