ampleur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ampleur ampleurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ampleur (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]