souillure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
souillure souillures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

souillure (fr) θηλυκό

  1. (σπάνιο) λεκές, βρόμα
  2. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ταπείνωση, ατιμία

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη souiller