entire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]entire (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- ολόκληρος, όλος, που περιλαμβάνει τα πάντα, όλους ή κάθε μέρος· χρησιμοποιείται για να τονίσει το σύνολο του κάτι
- ↪ an entire year - ένας ολόκληρος χρόνος
- ↪ He ate an entire lamb.
- Έφαγε ένα ολόκληρο αρνί.
- ↪ He formed an entire philosophical system.
- Διαμόρφωσε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα.
- ↪ the entire day - όλη την μέρα
- ↪ the entire population - όλος ο πληθυσμός
- ↪ The entire job/effort.
- Η όλη εργασία/προσπάθεια.