cognition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cognition (en)
- επίγνωση[1]
- γνωστική επιστήμη, μηχανισμός νόησης, αλληλουχίες νόησης, γνωστική λειτουργία, επιστημονικός τομέας ανάλυσης των επιγνωστικών μηχανισμών και διαδικασιών[2]
- I study cognition. - Σπουδάζω στο τμήμα Γνωστικής Επιστήμης.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cognition | cognitions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cognition (fr) θηλυκό