talk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
talk | talks |
talk (en)
- η συζήτηση, η κουβέντα
- ↪ We had a long talk about it.
- Είχαμε μεγάλη συζήτηση γι' αυτό.
- ↪ We had a lot of talks with him on it.
- Είχαμε πολλές συζητήσεις μαζί του γι' αυτό.
- ↪ They settled down for a talk.
- Το στρώσανε στην κουβέντα.
- ≈ συνώνυμα: conversation και discussion
- ↪ We had a long talk about it.
- (μόνο πληθυντικός) οι συζητήσεις, συνομιλίες, επίσημες συζητήσεις μεταξύ κυβερνήσεων ή οργανισμών
- ↪ The disarmament talks broke down.
- Οι συζητήσεις/συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν.
- ↪ The disarmament talks broke down.
- (uncountable, ανεπίσημο) οι κουβέντες, λόγια που λέγονται, αλλά χωρίς τα απαραίτητα γεγονότα ή ενέργειες για να τα υποστηρίξουν
- ↪ Don’t be scared of his threats—they are just talk!
- Μη φοβάσαι τις απειλές του, κουβέντες είναι!
- ↪ Don’t be scared of his threats—they are just talk!
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | talk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | talks |
αόριστος | talked |
παθητική μετοχή | talked |
ενεργητική μετοχή | talking |
talk (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μιλάω, λέω κάτι, αρθρώνω λέξεις με κανονική φωνή· εκφράζω τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου με προφορικό λόγο
- ↪ She talks fast/loudly/non-stop.
- Μιλάει γρήγορα/δυνατά/ασταμάτητα.
- ↪ He loves her but doesn’t dare talk to her.
- Την αγαπάει αλλά δεν τολμά να της μιλήσει.
- ↪ The baby can’t talk yet.
- Το μωρό δεν μιλάει ακόμα.
- ↪ He doesn’t know what he’s talking about.
- Δεν ξέρει τι λέει.
- ↪ I know what I’m talking about!
- Ξέρω εγώ τι λέω!
- ↪ Talking during class time is not allowed.
- Απαγορεύονται οι ομιλίες κατά την ώρα του μαθήματος.
- ↪ He heard talking in the street and went out to see who it was.
- Άκουσε ομιλίες στο δρόμο και βγήκε να δει ποιος ήταν.
- ≈ συνώνυμα: speak
- ↪ She talks fast/loudly/non-stop.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μιλάω, κουβεντιάζω, συζητώ κάτι
- ↪ What did you talk about?
- Για ποιο πράγμα μιλούσατε/κουβεντιάζατε;
- ↪ I talked to/with a friend about it.
- Μίλησα σ'/μ' ένα φίλο γι' αυτό.
- ↪ Everyone is talking about it.
- Όλος ο κόσμος μιλάει γι' αυτό.
- ↪ They’ve been talking for hours.
- Κουβεντιάζουν επί ώρες.
- ↪ There’s no point in talking to him
- Δε βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
- ↪ It is usually better to solve problems by talking than by fighting.
- Καλύτερα να λύνει κάποιος τα προβλήματα με συζήτηση παρά με διαμάχη.
- ↪ She is the most talked about politician of the decade.
- Είναι η πιο πολυσυζητημένη πολιτικός της δεκαετίας.
- ↪ What did you talk about?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μιλάω, λέω λέξεις σε μια γλώσσα
- ↪ Were they talking in English or in French?
- Μιλούσανε αγγλικά ή γαλλικά;
- ↪ Were they talking in English or in French?
- (μεταβατικό) μιλάω, λέω πράγματα που είναι ή δεν είναι λογικά
- ↪ You’re talking sense.
- Μιλάς λογικά.
- ↪ He’s talking nonsense.
- Λέει ανοησίες.
- ↪ You’re talking sense.
- (αμετάβατο) κουβεντιάζω, κουτσομπολεύω
- (αμετάβατο) μιλάω, δίνω πληροφορίες σε κάποιον, ειδικά απρόθυμα
- ↪ They tortured him to make him talk.
- Τον βασάνισαν για να τον κάμουν να μιλήσει.
- ↪ They tortured him to make him talk.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]talk (pl) αρσενικό
- το ταλκ