given
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | given |
συγκριτικός | more given |
υπερθετικός | most given |
given (en)
- δεδομένου
- ↪ Given the number of people who showed up, it's a wonder the neighbors never complained about the noise/
- ⊟ λείπει η μετάφραση
- ↪ Given the number of people who showed up, it's a wonder the neighbors never complained about the noise/
- δοθείς
- ↪ given the opportunity: ευκαιρίας δοθείσης
- ορισμένος, δεδομένος
- ↪ We can track which search topics are the hottest at a given time.
- ⊟ λείπει η μετάφραση
- ↪ We can track which search topics are the hottest at a given time.
- επιρρεπής
- ↪ He is given to outbursts of anger from time to time.
- ⊟ λείπει η μετάφραση
- ↪ He is given to outbursts of anger from time to time.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
given | givens |
given (en)
- το δεδομένο, ένα γεγονός ή στοιχείο που είναι ήδη γνωστό
- ↪ It is a given that she will go.
- Είναι δεδομένο ότι θα πάει.
- ↪ It is a given that she will go.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]given (en)