άστατος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άστατος (ástatosm (feminine άστατη, neuter άστατο)

  1. unstable, unsteady
    Synonym: ασταθής (astathís)
  2. changeable, fickle, volatile
  3. (physics) having no particular directional characteristics

Declension

[edit]
Declension of άστατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άστατος (ástatos) άστατη (ástati) άστατο (ástato) άστατοι (ástatoi) άστατες (ástates) άστατα (ástata)
genitive άστατου (ástatou) άστατης (ástatis) άστατου (ástatou) άστατων (ástaton) άστατων (ástaton) άστατων (ástaton)
accusative άστατο (ástato) άστατη (ástati) άστατο (ástato) άστατους (ástatous) άστατες (ástates) άστατα (ástata)
vocative άστατε (ástate) άστατη (ástati) άστατο (ástato) άστατοι (ástatoi) άστατες (ástates) άστατα (ástata)

Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο άστατος, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο άστατος, etc.)