wit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
  1. τσαγανό
  2. έξυπνο/εύστροφο/εύστοχο χιούμορ, πνεύμα, τσαχπινιά στο λόγο
  3. ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυΐα, σπιρτάδα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • clever humour
  • ability to perceive



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wit (nl)