stan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stan (pl) αρσενικό

  1. η κατάσταση, οι συνθήκες και η γενική μορφή
  2. (διοικητικός όρος) η πολιτεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stan (cs) αρσενικό

  1. η σκηνή (κατασκευή από ύφασμα)