stan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stan (pl) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stan (cs) αρσενικό
- η σκηνή (κατασκευή από ύφασμα)