oh

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

oh (fr)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

oh (it)

  1. ω
  2. έκφραση που αναρωτιέται: Ω, τι ωραία!
  3. έκφραση έκπληξης: Ω, τι συμβαίνει;
  4. έκφραση θυμού: Ω, πόσο αηδιαστικό!
  5. έκφραση συμπόνιας: Ω, τικακό πράγμα ...

Πρόθεση

[επεξεργασία]

oh (it)

  1. ω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. ah
  2. eh
  3. ih
  4. uh