nostro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βενετικά (vec)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]nostro (vec) αρσενικό (θηλυκό: nostra)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nostro | nostri |
θηλυκό | nostra | nostre |