inhibitif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inhibiteur | inhibiteurs |
θηλυκό | inhibitrice | inhibitrices |
Επίθετο
[επεξεργασία]inhibitif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inhibiteur | inhibiteurs |
θηλυκό | inhibitrice | inhibitrices |
inhibitif (fr)