el

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: él
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό el los
θηλυκό la las

Προφορά

[επεξεργασία]
ομόηχο: él

el (es)



el (ca)



el (pt)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

el (tr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]