comprise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | comprise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comprises |
αόριστος | comprised |
παθητική μετοχή | comprised |
ενεργητική μετοχή | comprising |
Ρήμα
[επεξεργασία]comprise (en)
κατάλληλες προθέσεις:
[επεξεργασία]καμία πρόθεση
- comprise/comprises και αμέσως χωρίς πρόθεση το ή τα ουσιαστικά/συστατικά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη compose