ράτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράτσα | οι | ράτσες |
γενική | της | ράτσας | — | |
αιτιατική | τη | ράτσα | τις | ράτσες |
κλητική | ράτσα | ράτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ράτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική razza
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ράτσα θηλυκό
- ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά
- (κατ’ επέκταση) γενιά, σόι, φυλή
- (μεταφορικά) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
- (μεταφορικά) τετραπέρατος, πανούργος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)