αρτηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρτηρία | οι | αρτηρίες |
γενική | της | αρτηρίας | των | αρτηριών |
αιτιατική | την | αρτηρία | τις | αρτηρίες |
κλητική | αρτηρία | αρτηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρτηρία < αρχαία ελληνική ἀρτηρία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.tiˈɾi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρτηρία θηλυκό
- (ανατομία) μυώδες ελαστικό σωληνοειδές αγγείο μέσω του οποίου το αίμα μεταφέρεται από την καρδιά προς όλα τα όργανα
- (μεταφορικά) μεγάλος και πολυσύχναστος άξονας μεταφορών ή επικοινωνιών
- (πληροφορική) η σύνδεση της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU) με την κεντρική μνήμη και τα άλλα υποσυστήματα του υπολογιστή εσωτερικά και εξωτερικά (πχ διαδίκτυο).
- Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στις απλές κατασκευές των μικρών υπολογιστών, ενώ στους μεγάλους (mainframes) χρησιμοποιείται ο όρος δίαυλος. Και στις δύο περιπτώσεις στα αγγλικά μεταφράζεται ως bus [1]
- (δίκτυο υπολογιστών) ηλεκτρικός αγωγός (ειδικό δικτυακό καλώδιο) πάνω στον οποίο συνδέονται οι κόμβοι (nodes) του δικτύου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγείο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Είσοδος/έξοδος (Ι/Ο) και η χρησιμότητά της, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)