Μετάβαση στο περιεχόμενο

Cadillac

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Cadillac
Νομική μορφήτμήμα
Κλάδοςβιομηχανία αυτοκίνησης
Ίδρυση1902
ΙδρυτήςΧένρι Λέλαντ και Χένρυ Φορντ
ΈδραΝτιτρόιτ, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Περιοχές δραστηρ.Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Καναδάς, Μεξικό, Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, Νότια Κορέα και Ιαπωνία
Προϊόνταluxury vehicle
ΙδιοκτήτηςGeneral Motors[1]
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Σελίδα στο Facebook Σελίδα στο Twitter Σελίδα στο Instagram Λογαριασμός στο YouTube
Commons page Πολυμέσα

Η Cadillac (Κάντιλακ, πλήρες όνομα Cadillac Motor Car Division) είναι μια αμερικανική μάρκα κατασκευής αυτοκινήτων πολυτελείας, που ανήκει στον όμιλο της General Motors (GM) από το 1909. Ιδρύθηκε στις 22 Αυγούστου 1902 και, ως αποτέλεσμα, είναι σήμερα ο δεύτερος παλαιότερος αμερικανικός κατασκευαστής αυτοκινήτων σε λειτουργία, μετά την ημι-πολυτελή Buick, που ανήκει επίσης στην General Motors και ιδρύθηκε το 1899 (η Buick ήταν και η εταιρεία που ίδρυσε τον όμιλο της General Motors το 1908[2]), ενώ και οι δύο μάρκες είναι και από τα παλαιότερα εμπορικά σήματα αυτοκινήτων στον κόσμο (τυπικώς, η αρχαιότερη αμερικανική εταιρεία παραγωγής οχημάτων που επιβιώνει ακόμα, είναι η Autocar Company, που ιδρύθηκε το 1897, αλλά παρήγαγε αυτοκίνητα μόνο έως το 1911 και από τότε μέχρι σήμερα κατασκευάζει αποκλειστικά και μόνο βαρέα φορτηγά. Το 1897 ιδρύθηκε επίσης η Oldsmobile, αλλά καταργήθηκε από την General Motors το 2004). Διαχρονικά, επίσης, η Cadillac είναι και η πολυτελέστερη εταιρεία του ομίλου της General Motors (με δεύτερη στην ιεραρχία την Buick) και γενικώς της συνολικής αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας,[3] διαθέτοντας σταθερά ένα ιδιαίτερα υψηλό πρεστίζ στο χώρο της αυτοκίνησης.

Επίσημα διατίθεται στις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Μεξικό, την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή (εκτός από το Ιράν και τη Συρία), την Κίνα, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Οι κυριότεροι ανταγωνιστές της, είναι οι Mercedes-Benz, BMW, Audi, Volvo, Jaguar, Lexus, Infiniti και Acura, ενώ στη Βόρεια Αμερική, τη Μέση Ανατολή και την Κίνα επίσης και η Lincoln, που είναι η πολυτελής θυγατρική της αμερικανικής Ford. Το 2019, η Cadillac πούλησε 390.458 αυτοκίνητα παγκοσμίως, ένα ρεκόρ για την εταιρεία.[4]

Cadillac Model A του 1903.

Ιδρύθηκε στις 22 Αυγούστου 1902, από τους William H. Murphy και Henry Martyn Leland, ως Cadillac Automobile Company. Οι ιδρυτές ονόμασαν έτσι την εταιρεία, προς τιμήν του Γάλλου εξερευνητή Antoine Laumet de La Mothe, sieur de Cadillac, ιδρυτή του Ντιτρόιτ εν έτει 1701, της πόλης που εξελίχθηκε στο παγκόσμιο κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μάλιστα το σήμα της εταιρείας βασίζεται στο εθνόσημο του εξερευνητή Cadillac.

Cadillac Series 452 V16 Convertible (καμπριολέ) του 1931.

Στις 29 Ιουλίου 1909, η μάρκα εξαγοράστηκε από την General Motors και τοποθετήθηκε στη θέση της κορυφαίας σε πολυτέλεια εταιρείας του ομίλου, θέση την οποία διατηρεί σταθερά μέχρι σήμερα, αν και ήδη το έτος της εξαγοράς της είχε πλέον καθιερωθεί ως μια από τις πολυτελέστερες αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας. Κατά τα επόμενα 30 χρόνια, καθιερώθηκε ως η πολυτελέστερη μάρκα αυτοκινήτων των ΗΠΑ και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα της Αμερικής. Στο διάστημα αυτό, η Cadillac υπήρξε πρωτοπόρος σε πολλά αξεσουάρ στα αυτοκίνητα, καθώς υπήρξε η πρώτη εταιρεία που εισήγαγε πλήρως κλειστό αμάξωμα με οροφή από χάλυβα (1910) αντί από ξύλο, πλήρως ηλεκτρικά συστήματα (1912) για την ανάφλεξη (ηλεκτρική μίζα) και τους προβολείς, γυαλί με αντίσταση στη θραύση (1926) και το πρώτο χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων χωρίς συμπλέκτη (1928), υπό το όνομα Synchro-Mesh.

Cadillac 90 V16 Landaulet του 1940.
Cadillac με μακρύτερο μεταξόνιο (Limo) του 1941, την πρώτη σεζόν που οι μπροστινοί προβολείς ενσωματώθηκαν στο σασί.

Παράλληλα, το 1914 η Cadillac έγινε η πρώτη αυτοκινητοβιομηχανία που έριξε σε μαζική παραγωγή κινητήρα V8. Από τότε έχει κατασκευάσει 8 γενιές κινητήρων V8 και ήταν και η τελευταία εταιρεία του ομίλου της General Motors που διατήρησε το δικό της ανεξάρτητο ντιζάιν στους V8 κινητήρες της, ενώ ειδικότερα την εποχή του Μεσοπολέμου παρήγαγε και κινητήρες V12 και V16.

Το αποκορύφωμα των κυλίνδρων στους κινητήρες της, ήρθε στις 4 Ιανουαρίου 1930, στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Νέας Υόρκης, όταν η Cadillac παρουσίασε τον πρώτο στην ιστορία της παγκόσμιας αυτοκίνησης 16-κύλινδρο κινητήρα. Ήταν διάταξης V16, είχε κυβισμό 452 κυβικές ίντσες (7,4 λίτρα) και ισχύ 185 ίππους και ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς και αθόρυβους κινητήρες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο κινητήρας αυτός τοποθετήθηκε στη σειρά μοντέλων Series 452, ενώ μεταγενέστερα και στα Series 60 και Series 90. Ως τον Απρίλιο του 1930, ήδη 1.000 αντίτυπα είχαν κατασκευαστεί και ως τον Ιούνιο του 1930 η παραγωγή τους έφτασε τα 2.000 αντίτυπα. Ωστόσο, όταν οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 1929 άρχισαν να γίνονται αισθητές, η ζήτηση περιορίστηκε σε μόλις μερικές δεκάδες αυτοκίνητα ανά έτος και τελικώς η παραγωγή των κινητήρων V16 σταμάτησε οριστικά τον Δεκέμβριο του 1939 και δεν επανήλθε ποτέ μεταπολεμικά, ενώ επίσης και η παραγωγή των κινητήρων V12 ουδέποτε επανήλθε μεταπολεμικά.

Γενικότερα, η τότε παγκόσμια οικονομική κρίση έφερε την εταιρεία στο χείλος του γκρεμού και το 1932 μάλιστα δημιουργήθηκε μια επιτροπή για να εξετάσει το ενδεχόμενο διακοπής της Cadillac. Σε σχετική συνεδρίαση, που μάλιστα έλαβε χώρα μέσα σε πλοίο, το διοικητικό συμβούλιο της General Motors συμφώνησε να δώσει στον πρόεδρο της Cadillac, Nicholas Dreystadt, 18 μήνες για να παράγει καλύτερα αποτελέσματα.

Η Cadillac κατάφερε τελικώς να επιβιώσει της μεγάλης οικονομικής κρίσης, με το να ανήκει σε έναν μεγάλο όμιλο, αυτόν της General Motors, αντί να είναι ανεξάρτητη. Ως το 1940 οι πωλήσεις της Cadillac αυξήθηκαν κατά δέκα φορές σε σύγκριση με το 1934, ενώ και η ανάπτυξη των V8, V12 και V16 βοήθησε την Cadillac να γίνει το «Standard of the World» («Πρότυπο του Κόσμου»). Στα μέσα του 1940, για τη σεζόν (model year) του 1941, η Cadillac εισήγαγε το πρωτοποριακό Hydra-Matic Drive, το πρώτο πλήρως αυτόματο κιβώτιο σε αυτοκίνητο μαζικής παραγωγής (προηγουμένως, αυτόματα κιβώτια είχαν εμφανιστεί μόνο σε ειδικά μοντέλα άλλων εταιρειών, αλλά περιορισμένης παραγωγής), με επιπλέον χρέωση 125,00 δολάρια με την τότε ισοτιμία.

Τον Φεβρουάριο του 1942, λόγω της εισόδου των ΗΠΑ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Cadillac ανέστειλε προσωρινά την παραγωγή αυτοκινήτων και άρχισε να κατασκευάζει αποκλειστικά στρατιωτικό υλικό για τις ανάγκες της χώρας, όπως συνέβη μέσα στον ίδιο μήνα και με το σύνολο των Αμερικανικών αυτοκινητοβιομηχανιών. Αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου, η παραγωγή της ξανάρχισε κανονικά και η πρώτη μεταπολεμική Cadillac κύλησε από τη γραμμή παραγωγής στις 17 Οκτωβρίου 1945, για τη σεζόν του 1946. Τα πρώτα λίγα χρόνια μετά την επανεκκίνηση της παραγωγής, προσφέρονταν τα ίδια μοντέλα πριν την παύση. Από το 1948 όμως, εμφανίστηκε η επόμενη γενιά μοντέλων της εταιρείας.

Cadillac Sixty Special του 1948, το πρώτο έτος με καμπυλωτό παρμπρίζ και πίσω πτερύγια («tailfins»), σε έγχρωμη μάλιστα φωτογραφία τον Μάιο του 1952.

Κατά τη δεκαετία του 1950 και τη δεκαετία του 1960, η Cadillac γνώρισε ημέρες μεγάλης δόξας, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και σε άλλες ηπείρους, ως το απαύγασμα πολυτέλειας και τεχνολογίας, καθώς και τεράστιων διαστάσεων και επιβλητικού ντιζάιν. Μάλιστα οι εξωτερικές διαστάσεις των μοντέλων της ήταν αισθητά μεγαλύτερες ακόμα και ως προς τα (γενικώς) υπερβολικά μεγάλα Αμερικανικά αυτοκίνητα των τότε δεκαετιών.

Cadillac Eldorado Brougham του 1957 / εμπρός.
Cadillac Eldorado Brougham του 1957 / πίσω.
Cadillac Fleetwood του 1959 με τα μέγιστα πίσω πτερύγια, από το πλάι.
Cadillac Fleetwood του 1959 με τα μέγιστα πίσω πτερύγια, από πίσω.
Cadillac Fleetwood του 1959 / εμπρός.

Το ίδιο συνέβη ταυτόχρονα και με τους V8 κινητήρες της. Το 1949 μάλιστα, ένα μεταγενέστερο μοντέλο του κινητήρα V8, που είχε το σύστημα overhead valve (εναέριες βαλβίδες - δηλαδή είχαν τοποθετηθεί πάνω στην κυλινδροκεφαλή, όταν η τοποθέτηση των βαλβίδων στα πλαϊνά, πίσω από το πιστόνι / έμβολο ήταν ακόμα κοινή), έθεσε το πρότυπο για ολόκληρη την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία. Το αποκορύφωμα των τεράστιων κυβισμών, ήρθε τη σεζόν (model year) του 1968, με τον νέο κινητήρα 472 κυβικών ιντσών / 7,7 λίτρων, που αυξήθηκε σε 500 κυβικές ίντσες / 8,2 λίτρα στην Cadillac Eldorado του 1970 και αρχικά παρέμεινε αποκλειστικός για την Eldorado έως το 1975 και μετά επεκτάθηκε και στα άλλα μοντέλα της Cadillac (εκτός μόνο από την Cadillac Seville), αν και είχε σχεδιαστεί για τελική μέγιστη χωρητικότητα 600 κυβικών ιντσών, δηλαδή 9,8 λίτρα!

Το ντιζάιν της, επίσης, έγινε πραγματικά εντυπωσιακό και έθεσε τα στάνταρ της μόδας για την τότε αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ, καθώς:

  • Από το 1948, καθιέρωσε το καμπυλωτό παρμπρίζ.
  • Ταυτόχρονα, εισήγαγε τους προεξέχοντες δοκούς «σαν οβίδες», στους μπροστινούς προφυλακτήρες. Καθώς η δεκαετία του 1950 προχωρούσε, οι προεξέχοντες δοκοί γίνονταν σταδιακά όλο και μεγαλύτεροι. Σύντομα έγιναν γνωστοί σαν «Dagmars», όρος που παρέπεμπε στο καλλιτεχνικό όνομα της αισθησιακής ηθοποιού της τηλεόρασης Dagmar (πραγματικό όνομα Virginia Ruth «Jennie» Lewis, το γένος Egnor). Τη σεζόν του 1958, οι δοκοί μειώθηκαν σε μέγεθος και από τη σεζόν του 1959 καταργήθηκαν.
  • Μαζί με τα «Dagmars», η πρώτη γενιά της Cadillac Eldorado, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1953, εισήγαγε και το χαρακτηριστικό πανοραμικό παρμπρίζ και τα επιχρωμιωμένα καλύμματα των μπροστινών προβολέων, γνωστά ως «cadet vizors».
  • Κατά τη δεκαετία του 1950 υιοθετήθηκε το χρώμιο και για τις γρίλιες και άλλα σημεία των αυτοκινήτων της, αν και στη δεκαετία του 1960 οι ποσότητες χρωμίου μειώθηκαν εμφανώς.
  • Τα πασίγνωστα πίσω πτερύγια («tailfins») εμφανίστηκαν το 1948 στην Cadillac Sixty Special. Το σχεδιαστικό αυτό στοιχείο είχε επινοήσει ο επικεφαλής σχεδίασης Harley J. Earl (Xάρλεϊ Ερλ), μαζί με το βοηθό του, Τζούλιο Αντράντε. Η αρχική έμπνευση του Ερλ προήλθε από τη σχεδίαση του πολεμικού αεροσκάφους Lockheed P38 Lightning και ο ίδιος μετά τελειοποίησε την έρευνά του με μια επίσκεψη στο αεροδρόμιο Selfridge Field. Αυτά τα πίσω πτερύγια έμελλαν να καθορίσουν το ντιζάιν των αυτοκινήτων για δεκαετίες, τόσο στην Αμερική, όσο και σε άλλες χώρες του πλανήτη. Τα πτερύγια αυξάνονταν σε ύψος, χρόνο με το χρόνο, με σχεδιαστικές εμπνεύσεις από τους διαστημικούς πυραύλους της τότε διαστημικής εποχής, κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου ανταγωνισμού για τη διαστημική τεχνολογία κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Το 1959 έφτασαν στο απόλυτο μέγιστο ύψος τους, 97 εκατοστά, μόλις 40 εκατοστά χαμηλότερα από την οροφή. Όλες οι Cadillac της σεζόν (model year) του 1959 ήταν η επιτομή των πιο ακραίων και αναγνωρίσιμων πίσω πτερυγίων που έχουν υπάρξει ποτέ, οποιουδήποτε αυτοκινήτου παραγωγής.
  • Ταυτόχρονα, τα πίσω φώτα σε σχήμα αναμμένων κεριών έδιναν ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στο οδοντωτό σχήμα των πτερυγίων. Μάλιστα για αρκετά χρόνια, πολλοί έμποροι αυτοκινήτων έβαζαν, όταν νύχτωνε, τα μοντέλα μέσα στις αντιπροσωπείες έτσι ώστε να φαίνεται από τους εξωτερικούς περαστικούς το πίσω μέρος των αυτοκινήτων, αντί για το μπροστινό (κάτι πραγματικά πρωτοφανές και ανεπανάληπτο σε ολόκληρη την ιστορία της παγκόσμιας αυτοκίνησης!) και άφηναν επίτηδες τα φώτα των αυτοκινήτων αναμμένα για όλη τη νύχτα, με σκοπό να προσελκύσουν την προσοχή των περαστικών με ένα εντυπωσιακό θέαμα. Η μόδα αυτή γνώρισε τέτοια απήχηση, ώστε οι προμηθευτές προσέφεραν τότε ακόμα και aftermarket πίσω πτερύγια, κατάλληλα σχεδιαστικώς για παλαιότερα μοντέλα. Μεταξύ του 1960 και του 1964, οι διαστάσεις των πίσω πτερυγίων μειώνονταν σταθερά κάθε χρόνο και από το 1965 περιορίστηκαν οριστικά και για τις επόμενες δεκαετίες σε δύο λεπτούς κάθετους σχηματισμούς, έναν σε κάθε πίσω γωνία του αμαξώματος, με τα πίσω φώτα μέσα σε αυτούς.

Επίσης και οι καινοτομίες συνεχίζονταν:

  • Το 1953, εισήγαγε σύστημα κλιματισμού.
  • Η Cadillac Eldorado Brougham του 1957 προσέφερε μια λειτουργία «μνήμης για τη θέση του οδηγού», που επέτρεπε αποθήκευση για τις θέσεις του καθίσματος του οδηγού, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από διαφορετικούς οδηγούς.
  • Το ίδιο μοντέλο, επίσης, παρουσίασε την πρώτη σε παγκόσμια κλίμακα αερανάρτηση.
  • Το 1964, η Cadillac καθιέρωσε το πρώτο πλήρως αυτόματο σύστημα θερμαντήρα και κλιματισμού, που επιτρέπει στον οδηγό να καθορίσει μια επιθυμητή θερμοκρασία, που μετά διατηρείται από το «climate control» (έλεγχος του κλιματισμού).
  • Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Cadillac εισήγαγε σύστημα προειδοποίησης οπτικών ινών, για να ειδοποιεί τον οδηγό σε τυχόν βλάβη στους λαμπτήρες πυράκτωσης.
  • Από τη σεζόν (model year) του 1970, όλες οι πισωκίνητες Cadillac άρχισαν να προσφέρουν ABS (Anti-lock Braking System / Σύστημα Αντιμπλοκαρίσματος Τροχών) υπό το όνομα «Trackmaster» (το οποίο όμως ενεργούσε μόνο στους πίσω τροχούς - το πρώτο ABS που ενεργούσε και στους 4 τροχούς, εισήχθη την ίδια σεζόν από την Chrysler, υπό το όνομα «Sure Brake», στο Imperial).
  • Από τα τέλη του 1973 έως το 1976, προσέφερε ακόμα και μπροστινούς αερόσακους οδηγού και συνοδηγού, ως προαιρετική επιλογή, σε κάποια πολυτελή μοντέλα της.
Cadillac Fleetwood Brougham του 1971.

Όλα αυτά σηματοδότησαν την έναρξη μιας περιόδου καλτ εικόνας των αυτοκινήτων της, καθιέρωσης των μοντέλων της Cadillac ως σύμβολα κοινωνικού στάτους και πίστης των αγοραστών στη φίρμα, που όμοιά της υπάρχει μόνο σε φίρμες όπως την Porsche και τη Ferrari. Ιδιαίτερα τα αυτοκίνητα αυτής της περιόδου παραμένουν αντικείμενο λατρείας από πολλούς οπαδούς της αυτοκίνησης, για τους οποίους τα ιστορικά ονόματα Eldorado (ιδίως η Eldorado Brougham του 1957), De Ville, Fleetwood και Sixty Special εξακολουθούν να θεωρούνται «ιερά». Σε παγκόσμια κλίμακα μάλιστα, οι τεράστιες επιχρωμιωμένες Cadillac των τότε δεκαετιών θεωρούνται ακόμα και σήμερα από πολλούς ως ένα από τα σύμβολα του Nέου Kόσμου, μαζί με τα φαστ φουντ, την Coca Cola, τους ουρανοξύστες, το αμερικανικό ποδόσφαιρο, τις ταινίες γουέστερν και τους cowboys.

Το 1968 μάλιστα, οι πωλήσεις της Cadillac ξεπέρασαν για πρώτη φορά το ψυχολογικό όριο των 200.000 αυτοκινήτων και το 1970, επίσης, οι πωλήσεις της Cadillac ξεπέρασαν για πρώτη φορά ακόμα και αυτές της Chrysler,[5] που τότε εθεωρείτο επίσημα ως ημι-πολυτελής εταιρεία (στον 21ο αιώνα όμως έγινε mainstream εταιρεία, αν και η προοπτική με τα σημερινά σχέδια είναι να ανεβεί εκ νέου κατηγορία).

Επιπτώσεις των πετρελαϊκών κρίσεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Cadillac De Ville του 1977 - 1979.
Cadillac Fleetwood Brougham του 1980 - 1986.
Cadillac Eldorardo Convertible του 1985.
Cadillac De Ville του 1985 - 1988.

Το μεγάλο πλήγμα ήρθε ξαφνικά και απρόβλεπτα τον Οκτώβριο του 1973, όταν χτύπησε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Το σύνολο των μοντέλων της Αμερικανικής αυτοκίνησης βρέθηκε ξαφνικά εκτός τόπου και χρόνου σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά αγωνιζόταν να εξοικονομήσει και την τελευταία σταγόνα καυσίμου, αν συνυπολογιστεί ότι η τιμή της βενζίνης διεθνώς σημείωσε τρομακτική άνοδο μέσα σε λίγους μήνες και ότι τα όρια ταχύτητας σε όλα τα κράτη μειώθηκαν για λόγους οικονομίας καυσίμων. Ειδικότερα στις ΗΠΑ θεσπίστηκε τότε επειγόντως από τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον ενιαίο εθνικό όριο ταχύτητας, όλων των αυτοκινητοδρόμων της χώρας, στα 55 μίλια την ώρα, δηλαδή μόλις 88 χιλιόμετρα την ώρα.[Σημ. 1]

Οι συνέπειες ήταν ακόμα βαρύτερες στην Cadillac, η οποία κατέληξε εν ριπή οφθαλμού να θεωρηθεί ως μια εταιρεία άκρως αντιεμπορική, με μοντέλα που άρχισαν ξαφνικά να δέχονται ασφυκτικές πιέσεις από τα μικρότερα και οικονομικότερα ευρωπαϊκά και ιαπωνικά αυτοκίνητα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω με τη δεύτερη συνεχόμενη πετρελαϊκή κρίση, η οποία ξέσπασε το 1979 εξαιτίας της Ιρανικής Επανάστασης και οξύνθηκε περαιτέρω τα έτη 1980 και 1981 λόγω του πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ.

Προσπαθώντας τότε να απαντήσει η Cadillac, αναγκάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της να συρρικνώσει τα μοντέλα της, όπως συνέβη τότε και με όλες τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Το πρώτο δείγμα ήταν η εισαγωγή της εμφανώς μικρότερης Cadillac Seville, τον Απρίλιο του 1975, ως μοντέλο της σεζόν (model year) του 1976. Το εντελώς νέο αυτό μοντέλο έφερε στάνταρ το πρώτο ηλεκτρονικό σύστημα έγχυσης / ψεκασμού καυσίμου (electronic fuel injection system) στην ιστορία της Cadillac. Δύο συνεχείς συρρικνώσεις των μεγάλων μοντέλων της, De Ville και Fleetwood, έγιναν για τις σεζόν του 1977 και του 1985, ενώ στη δεύτερη συρρίκνωση τα αυτοκίνητα αυτά, επίσης, άλλαξαν από πισωκίνητα σε μπροστοκίνητα. Μια μικρότερη Eldorado εμφανίστηκε το 1979, με μια νέα γενιά της Seville (τη δεύτερη γενιά της) να τοποθετείται στην ίδια πλατφόρμα το 1980. Για τη σεζόν του 1986, και τα δύο μοντέλα (Eldorado και Seville) υπέστησαν και άλλη συρρίκνωση, πέφτοντας πλέον στην κατηγορία των «compact» πολυτελών αυτοκινήτων. Το ίδιο έτος όμως, σημειώθηκε μια μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου διεθνώς και η αγορά αντέδρασε εντελώς αρνητικά, με τις πωλήσεις να πέφτουν κατακόρυφα - ιδίως της Eldoradο, της οποίας έφτασαν μόλις στο 60% των πωλήσεων του 1985 και στο 1/5 των πωλήσεων του 1984.

Επιπλέον, το έτος 1980, για τη σεζόν του 1981, στα πλαίσια της εξοικονόμησης καυσίμου, η Cadillac εισήγαγε τον βενζινοκινητήρα «L62» 368 κυβικών ιντσών (6.0 λίτρων), που αναφερόταν και ως V8-6-4, λόγω του ότι έφερε ένα σύστημα διακοπής λειτουργίας των 2 ή 4 από τους 8 κυλίνδρους. Το σύστημα αυτό ονομαζόταν «Modulated Displacement» και είχε αναπτυχθεί από την εταιρεία Eaton Corporation. Βασιζόταν σε υπολογιστές που παρακολουθούσαν τον κινητήρα, αποφασίζοντας διαρκώς πόσοι κύλινδροι θα έπρεπε να τεθούν εκτός λειτουργίας, προκειμένου να επιτευχθεί η μικρότερη δυνατή κατανάλωση καυσίμου. Στη θεωρία προέβλεπε: 8 κυλίνδρους κατά την εκκίνηση, 6 κυλίνδρους κατά τη συνήθη οδήγηση και μόλις 4 κυλίνδρους κατά την οδήγηση στον αυτοκινητόδρομο. Οι μεταβολές του αριθμού ήταν ομαλές και οι περισσότεροι οδηγοί δεν αντιλαμβάνονταν μεγάλες αλλαγές στην οδήγηση. Στην πράξη ωστόσο, η ηλεκτρονική Μονάδα Ελέγχου του Κινητήρα (Engine Control Module) απεδείχθη εντελώς ανίκανη για αποτελεσματικό έλεγχο της διακοπής λειτουργίας των κυλίνδρων υπό όλα τα πιθανά φορτία, ενώ και η ταχύτητα αντίδρασής της ήταν απελπιστικά αργή. Είναι εντυπωσιακό ότι η Cadillac, προσπαθώντας να βελτιώσει την αξιοπιστία της Μονάδας Ελέγχου, εξέδωσε μέσα σε 1 έτος δεκατρία βελτιωμένα τσιπ για αυτήν, παρ' όλα αυτά όμως, η κατάληξη ήταν ότι πολλοί αντιπρόσωποι της Cadillac έφτασαν στο σημείο να αποσυνδέουν οι ίδιοι το σύστημα «Modulated Displacement», αφήνοντας έτσι τα αυτοκίνητα με μόνιμα V8 κινητήρα.

Cadillac Seville του 1986 - 1988.
Cadillac Eldorardo του 1986 - 1991.

Η αναξιοπιστία του ήταν τέτοια, ώστε ο «L62» κράτησε μόλις για 1 σεζόν και μετά το 1981 διακόπηκε, εκτός των Fleetwood Limousine, όπου διατηρήθηκε ως ο στάνταρ κινητήρας. Τη σεζόν του 1982, αντικαταστάθηκε από έναν ελαφρύτερο 4.1 λίτρων V8 βενζίνης, τον «HT-4100» (HT: High Technology), που έγινε ο στάνταρ κινητήρας για τις Seville, Eldorado και για πολλές εκδόσεις της De Ville (στάνταρ σε όλες από το 1985), ενώ ήταν προαιρετικός στη Fleetwood. Τελικώς όμως, ο «HT-4100» απεδείχθη επίσης καταστροφικά αναξιόπιστος, με πλήθος από σοβαρότατες δυσλειτουργίες και προκαλούμενες ζημιές, και κόστισε στην Cadillac μεγάλο αριθμό υποψήφιων αγοραστών.

Ένα άλλο αρνητικό σημείο, ήταν η προσφορά ενός κινητήρα ντίζελ V8 της Oldsmobile, του «LF9», που ήταν 350 κυβικών ιντσών (5.7 λίτρων), σε όλα τα μεγάλα μοντέλα της, στο διάστημα 1978 - 1985. Ένας μικρότερος diesel V6 ήταν επίσης διαθέσιμος για τη σεζόν του 1985, σε ορισμένα από αυτά τα μοντέλα, αλλά γρήγορα αποσύρθηκε. Καθώς ο συγκεκριμένος V8 κινητήρας αναπτύχθηκε πάρα πολύ γρήγορα, με κάποιες αλλαγές που έγιναν σε έναν ήδη υπάρχοντα βενζινοκινητήρα (τον Rocket 350 V8 κινητήρα της Oldsmobile), αντί να σχεδιαστεί «από λευκό χαρτί», προκειμένου να βρεθεί επειγόντως οικονομικότερη λύση για του πελάτες που επιζητούσαν οικονομία καυσίμων, ο «LF9» υπέστη και αυτός μια καταστροφική αναξιοπιστία (με σπάσιμο όλων των κινητήρων εντός λίγων ετών) και τελικώς διακόπηκε (κυρίως διότι οι κυλινδροκεφαλές του δεν ήταν επαρκώς ενισχυμένες για να αντέξουν την υψηλότερη αναλογία συμπίεσης των πετρελαιοκινητήρων).

Cadillac Seville τέταρτης γενιάς (1991 - 1997).

Η Cadillac αποφάσισε τότε να προβεί σε εκ νέου αύξηση των διαστάσεων των μοντέλων της και κατέβαλε, επίσης, σκληρή προσπάθεια να επανέλθει στο προσκήνιο ως μια εταιρεία με υψηλό τεχνολογικό επίπεδο. Η πρώτη προτεραιότητά της, ήταν να ξανακερδίσει κύρος στις νέες τεχνολογίες και στην ενεργητική και παθητική ασφάλεια.

Το πρώτο βήμα ήρθε το 1986, όταν εμφανίστηκε στην De Ville Σύστημα Αντιμπλοκαρίσματος Τροχών (ABS) και στους 4 τροχούς, που είχε αναπτυχθεί από την εταιρεία Teves, καθώς και εργοστασιακής τοποθέτησης κινητό τηλέφωνο, αν και η τιμή του έξτρα τηλεφώνου ήταν 2.850 επιπλέον δολάρια, ποσό εξαιρετικά υψηλό για την τότε εποχή. Ως το 1990, το ABS και στους 4 τροχούς έγινε σταδιακά στάνταρ σε όλα τα μοντέλα της εταιρείας. Στα μέσα του 1989, για τη σεζόν του 1990, ο αερόσακος επανήλθε σε όλες τις Cadillac (πλην της Cadillac Brougham, η οποία διατηρήθηκε στην παραγωγή έως τις 5 Ιουνίου 1992) και αυτή τη φορά ως στάνταρ, αν και πριν τη σεζόν του 1993 (και πριν τη σεζόν του 1994 για την Cadillac DeVille) υπήρχε μόνο για τον οδηγό, ενώ στη συνέχεια καθιερώθηκαν σε όλα τα μοντέλα της 2 μπροστινοί αερόσακοι.

Cadillac Fleetwood Brougham (1993 - 1996).

Το τελευταίο παραδοσιακό πισωκίνητο σεντάν τεράστιων διαστάσεων, που συνέχιζε την παράδοση των αμερικανικών λιμουζινών του παρελθόντος, η Cadillac Fleetwood, υιοθέτησε ένα πιο αεροδυναμικό ντιζάιν τη σεζόν του 1993, με αεροδυναμικό συντελεστή Cd 0,36 και ταυτόχρονα στάνταρ 2 αερόσακους και Σύστημα Ελέγχου Πρόσφυσης (traction control system). Από τη σεζόν (model year) του 1994, εξοπλίστηκε με τον 5.7 λίτρων V8 κινητήρα της Chevrolet Corvette C4, βελτιώνοντας περαιτέρω και της επιδόσεις της. Παρόλα αυτά όμως, δεν μπόρεσε να αναθερμάνει το ενδιαφέρον του αμερικανικού αγοραστικού κοινού για τα αυτοκίνητα αυτού του είδους και τελικώς διακόπηκε οριστικά το 1996 χωρίς διάδοχο.

Cadillac Seville SΤS πέμπτης γενιάς (1998 - 2003).

Το 1991, για τη σεζόν (model year) του 1992, οι Cadillac Seville και Cadillac Eldorado επανασχεδιάστηκαν και κέρδισαν σε μέγεθος, συνεχίζοντας να βασίζονται σε κοινή πλατφόρμα (με τη Seville να παραμένει το 4-πορτο sedan και την Eldorado το 2-πορτο coupé) και να έχουν ομοιότητες στο ντιζάιν. Οι πωλήσεις τους άρχισαν πάλι να ανεβαίνουν, αν και ποτέ δεν ξαναέφτασαν στα παλαιότερα επίπεδα. Από την έναρξη της σεζόν του 1993 προστέθηκε στάνταρ αερόσακος συνοδηγού και στα δύο μοντέλα και το φθινόπωρο του 1996, στην έναρξη της σεζόν του 1997, άρχισαν, μαζί με τη μεγαλύτερη Cadillac DeVille, να προσφέρουν το πρωτοποριακό σύστημα τηλεματικής OnStar, για πρώτη φορά στον όμιλο της General Motors.

Cadillac Eldorado Collector Series του 2002. Cadillac Eldorado Collector Series του 2002.
Cadillac Eldorado Collector Series του 2002.

Η Seville ανανεώθηκε τη σεζόν του 1998, αποκτώντας και στάνταρ πλευρικούς αερόσακους. Τον Ιανουάριο του 2002 η ισχυρότερη έκδοση Seville STS απέκτησε ως στάνταρ και μία ακόμα καινοτομία, την πρώτη παγκοσμίως Μαγνητικά Ελεγχόμενη Απόσβεση Ανάρτησης (γνωστή ως MagneRide), η οποία σήμερα προσφέρεται σε πολλά μοντέλα της Cadillac. Τελικώς, η ισχυρότερη έκδοση STS σταμάτησε να παράγεται τον Μάιο του 2003, ενώ η άλλη έκδοση, η SLS, τον Δεκέμβριο του 2003. Το φθινόπωρο του 2004, για τη σεζόν του 2005, και οι δύο εκδόσεις αντικαταστάθηκαν από την Cadillac STS, η οποία πήρε τον όνομά της από την ισχυρότερη έκδοση της Seville, τη Seville STS.

Cadillac De Ville του 1997 - 1999.
Τα πίσω φώτα LΕD μιας Cadillac DeVille DTS του 2001 (8ης γενιάς, 1999 - 2005).

Αντιθέτως, η Eldorado μετά από κάποιες αναβαθμίσεις τη σεζόν του 1997 (όπως την προσθήκη του συστήματος OnStar), δεν υπέστη άλλη ανανέωση και αποσύρθηκε οριστικά από την παραγωγή στις 22 Απριλίου 2002, χωρίς να υπάρξει επίσημος διάδοχος, λόγω μιας γενικότερης τεράστιας πτώσης των πωλήσεων της κατηγορίας των πολυτελών κουπέ.

Το 1988, για τη σεζόν του 1989, έγιναν σημαντικές βελτιώσεις στην 6η γενιά της Cadillac DeVille, η οποία επίσης κέρδισε σημαντικά σε μέγεθος και προσέφερε έξτρα αερόσακο οδηγού, ο οποίος 1 χρόνο μετά έγινε στάνταρ. Το 1993, για τη σεζόν του 1994, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η 7η γενιά της, που είχε στάνταρ 2 αερόσακους και για πρώτη φορά βασίστηκε στην ίδια πλατφόρμα με τη Seville, αλλά με μακρύτερο μεταξόνιο. Στα μέσα του 1996, για τη σεζόν του 1997, υπέστη ένα λίφτινγκ, ιδίως στο μπροστινό μέρος, και ταυτόχρονα έγινε το πρώτο αμερικανικό αυτοκίνητο με πλευρικούς αερόσακους και Σύστημα ελέγχου ευστάθειας ESP (υπό το όνομα «StabiliTrak»), όλα ως στάνταρ, ενώ άρχισε να προσφέρει το πρωτοποριακό σύστημα τηλεματικής OnStar, όπως προαναφέρθηκε.

Τον Αύγουστο του 1999 (για τη σεζόν του 2000) μπήκε στην παραγωγή και κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες η 8η γενιά της De Ville, με αεροδυναμικό συντελεστή Cd 0,30 και δύο εντυπωσιακές καινοτομίες:

  • Ήταν το πρώτο αυτοκίνητο παγκοσμίως με (προαιρετικό στην πληρέστερη και ισχυρότερη έκδοση, την DTS) σύστημα που επέτρεπε ορατότητα την νύχτα, υπό το όνομα «Night Vision» («Νυχτερινή Όραση»). Μια θερμογραφική κάμερα ανίχνευε τη θερμική ακτινοβολία που εκπέμπουν τα αντικείμενα και απεικόνιζε στο παρμπρίζ ό,τι ήταν πέραν του οπτικού πεδίου που μπορούν να φωτίσουν τα λεγόμενα μακρινά φώτα.[6]
  • Επίσης, ήταν από τα πρώτα αυτοκίνητα παγκοσμίως με πίσω φώτα που αντί για τους παραδοσιακούς λαμπτήρες, διέθεταν στάνταρ το σύστημα που είναι γνωστό ως LΕD (Light-Εmitting Diode / Δίοδος Εκπομπής Φωτός), φωτίζοντας έτσι πολύ δυνατότερα.[7]
Cadillac DTS του 2006 - 2007.

Ειδικότερα ωστόσο, το σύστημα Night Vision δεν βρήκε τότε μεγάλη απήχηση στο αγοραστικό κοινό και τελικώς διακόπηκε στα τέλη του 2004, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης. Η παραγωγή της 8ης και τελευταίας γενιάς που έφερε το όνομα DeVille έληξε στις 23 Ιουνίου 2005 και αντικαταστάθηκε αμέσως από την Cadillac DTS. Η DTS πήρε το όνομά της από την ισχυρότερη έκδοση της De Ville, την DeVille DTS, όπως είχε συμβεί και με την Cadillac Seville και τη διάδοχο Cadillac STS, όπως και με την Cadillac Catera και τη διάδοχο Cadillac CTS. Η παραγωγή και των δύο μοντέλων, DTS και STS, έληξε τον Μάιο του 2011, και ο όμιλος της General Motors τα αντικατέστησε τον Μάιο του 2012 με ένα εντελώς νέο σεντάν, την Cadillac XTS, που παρήχθη έως τον Οκτώβριο του 2019 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την Cadillac CT5.

Cadillac Escalade τρίτης γενιάς, του 2007 - 2008.

Ως απάντηση στη νέα τότε μόδα των πολυτελών SUV και ιδίως στον καινούριο εγχώριο αντίπαλο, το Lincoln Navigator, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στις 1 Ιουλίου 1997, πετυχαίνοντας εξαιρετικά υψηλές πωλήσεις, στα τέλη του 1998 η Cadillac κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το πρώτο SUV στην ιστορία της: την Cadillac Escalade, ως μοντέλο 1999, που είχε και στάνταρ τετρακίνηση. Η πρώτη γενιά της Escalade, που διατηρήθηκε έως το 2000, ήταν αισθητικά μια σχεδόν πανομοιότυπη εκδοχή του GMC Yukon Denali, που είχε σχεδόν παρακάμψει τη διαδικασία διαμόρφωσης της εξωτερικής εμφάνισης, προκειμένου να φτάσει όσο το δυνατόν ταχύτερα στην παραγωγή, με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις στο σαλόνι, και δεν γνώρισε μεγάλη απήχηση. Αντιθέτως, η δεύτερη γενιά της (από τον Ιανουάριο του 2001, ως μοντέλο της σεζόν του 2002) εναρμονίστηκε πλήρως αισθητικά με το σύνολο της παλέτας των μοντέλων της εταιρείας και σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία. Η ίδια συνταγή ακολουθήθηκε και με την τρίτη γενιά της (από τον Ιανουάριο του 2006, ως μοντέλο 2007), η οποία ξεκίνησε με επίσης υψηλές πωλήσεις στις ΗΠΑ, σε τέτοιο βαθμό που μάλιστα άρχισε για πρώτη φορά να εξάγεται επίσημα και στην Ευρώπη, αλλά από το 2008 και μετά οι πωλήσεις της, εντός και εκτός, επλήγησαν βαρύτατα από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και τη συνεπακόλουθη παγκόσμια κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας (2008 - 2010). Από την τέταρτη γενιά της, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2014, οι πωλήσεις της σταθεροποιήθηκαν και από το φθινόπωρο του 2020 βρίσκεται στην πέμπτη γενιά της.

Cadillac Escalade ESV τέταρτης γενιάς του 2016, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Cadillac επιμένει να αντιστέκεται στην τάση για την παραγωγή «ρετρό» μοντέλων, όπως συνέβη με την αναβίωση του Mini του 1959 - 2000 με το BMW Mini του 2001 και μετά, του κλασικού Volkswagen Beetle με το Volkswagen New Beetle του 1997 - 2010 και μεταγενέστερα με το Volkswagen Beetle (Typ 5C) του 2011 - 2019, του κλασικού Fiat 500 του 1957 - 1975 με το Fiat 500 του 2007 - σήμερα και του Ford Thunderbird 11ης γενιάς (παραγωγή : Νοέμβριος 2001 - 1 Ιουλίου 2005). Αντιθέτως, έχει επιλέξει μια νέα σχεδιαστική φιλοσοφία για τον 21ο αιώνα, που ονομάζεται από την εταιρεία «Αrt and Science» («Τέχνη και Επιστήμη»), για την οποία λέει ότι «ενσωματώνει έντονες, καθαρές μορφές και οξείες άκρες - ένα λεξιλόγιο μορφών που εκφράζει έντονο, υψηλής τεχνολογίας σχεδιασμό και επικαλείται την υπάρχουσα τεχνολογία για να διαμορφώσει το design». Αυτή η νέα σχεδιαστική γλώσσα έχει εξαπλωθεί από την αρχική Cadillac CTS και το 2-θέσιο πολυτελές roadster Cadillac XLR (2003 - 2009) σε ολόκληρη την παλέτα των μοντέλων της, μέχρι σήμερα.

Πολλά από τα μοντέλα της, ανταγωνίζονται με καθιερωμένα high-end πολυτελή αυτοκίνητα που παράγονται από Γερμανούς και Ιάπωνες κατασκευαστές. Η ναυαρχίδα των προσπαθειών αυτών κατά τη δεκαετία του 2010 ήταν η Cadillac CTS-V, που ήταν άμεσος ανταγωνιστής της BMW M5. Μια αυτόματη έκδοση της CTS-V κατάφερε να διανύσει την πίστα του Nürburgring σε χρόνο 7:59.32 - στην εποχή του, ήταν ρεκόρ για όλα τα σεντάν μαζικής παραγωγής.

Στις 5 Μαρτίου 2020, ο Όμιλος της General Motors παρουσίασε επίσημα το ηλεκτρικό της όραμα, τα πλάνα για την ηλεκτρική εποχή, ανακοινώνοντας ότι οι Cadillac, Chevrolet, Buick και GMC θα προσφέρουν στην αγορά τουλάχιστον 11 πλήρως ηλεκτρικά μοντέλα μέχρι το 2023.

Ειδικότερα η Cadillac ανακοίνωσε ότι εντός του 2022 θα παρουσιάσει το πρώτο της αμιγώς ηλεκτρικό crossover SUV, το Cadillac Lyriq, όπως και έγινε. Το μοντέλο διαθέτει μια τεράστια οθόνη 34 ιντσών στο κέντρο του ταμπλό, με τις ζάντες του μοντέλου να είναι 22 ιντσών. Οι πόρτες ανοίγουν και κλείνουν αυτόματα με το πάτημα ενός κουμπιού που είναι κρυμμένο πάνω στις πόρτες, ενώ το σαλόνι του έχει ξύλινες και μεταλλικές επιφάνειες. Το Cadillac Lyriq βασίζεται στη νέα πλατφόρμα BEV3 της General Motors και προσφέρει αυτονομία 400 μιλίων / 640 χιλιομέτρων. Η General Motors την ίδια ημερομηνία ανακοίνωσε στοιχεία και για τη νέα αρθρωτή πλατφόρμα BEV3 για τα ηλεκτρικά οχήματά της, που είναι αρκετά ευέλικτη και πάνω σε αυτή θα κατασκευαστεί πλήθος από crossover, SUV, pick-up, σεντάν, κουπέ, crossover coupé και επαγγελματικά οχήματα.

Ταυτόχρονα, η Cadillac ανακοίνωσε ότι από το 2024 θα προχωρήσει και στην παραγωγή και του Cadillac Celestiq, ενός αμιγώς ηλεκτρικού σεντάν (για την ακρίβεια liftback) υπερπολυτελείας, που θα κατασκευάζεται στο χέρι και θα γίνει η ναυαρχίδα της μάρκας και του Ομίλου της General Motors. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Cadillac, αυτή η υπερπολυτελής ηλεκτροκίνητη λιμουζίνα θα κοστίζει τουλάχιστον 200.000 δολάρια και θα κατασκευαστεί σε περιορισμένη παραγωγή, αντιπροσωπεύοντας την «απόλυτη εμπειρία πολυτέλειας, με υψηλά επίπεδα εξατομίκευσης». Το σαλόνι του μοντέλου θα είναι αποκλειστικά τετραθέσιο και με πολλές οθόνες με επιφάνειες αφής, μια μεγάλη καμπυλωτή οθόνη στο ταμπλό, ξύλινα και μεταλλικά διακοσμητικά, κρυφό ατμοσφαιρικό LED φωτισμό και πολλές ακόμη πολυτέλειες, ενώ οι ζάντες του θα είναι 23 ιντσών. Επίσης η Cadillac, εκτός από το SUV Lyriq θα προσφέρει και μια αμιγώς ηλεκτρική εκδοχή της Cadillac Escalade από το 2024, την Escalade IQ.

  1. Προηγουμένως, κάθε πολιτεία των ΗΠΑ ήταν ελεύθερη να επιλέξει η ίδια τι όριο ταχύτητας θα θέσπιζε. Για την ιστορία, από το 1987 επιτράπηκε στις πολιτείες να αυξήσουν το όριο ταχύτητας στους υπεραστικούς αυτοκινητοδρόμους στα 65 μίλια / 105 χιλιόμετρα την ώρα, αν το επέλεγαν, και από το 1995 καταργήθηκε κάθε περιορισμός και δόθηκε πάλι πλήρης ελευθερία στις πολιτείες να θεσπίσουν όποιο όριο επιλέξουν.
  1. www.nytimes.com/2019/08/27/business/cadillac-brand.html.
  2. «The Buick, A Complete History», third ed., 1987, Terry P. Dunham and Lawrence Gustin.
  3. Rick Kranz (30 November 2011). «Cadillac Develops New Strategy in Europe». Automotive News. http://www.autonews.com/article/20111130/BLOG06/111139981/1131. Ανακτήθηκε στις 27 December 2011. 
  4. «GM Reports Earnings and Provides 2020 Outlook». General Motors. 5 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2020. 
  5. Flory, p.721.
  6. «GM (January 16, 2000). «Cadillac Introduces "Night Vision" Technology». Press release». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2010. 
  7. «What are LED taillights?». Ask.cars.com

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]